πολύσκιος: Difference between revisions
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
(6_16) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολύσκιος''': -ον, [[λίαν]] σκιερός, Ἱππ. 530. 11, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 166. | |lstext='''πολύσκιος''': -ον, [[λίαν]] σκιερός, Ἱππ. 530. 11, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 166. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο / [[πολύσκιος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει ή ρίχνει πολλή [[σκιά]], πολύ [[σκιερός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκιά]]), <b>πρβλ.</b> <i>βαθύ</i>-<i>σκιος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A very shady, Hp.Aff.60, A.R.4.166, Jo.Gaz.Ecphr.2.289, interpol. in Dsc.1.126.
German (Pape)
[Seite 673] mit vielem Schatten, sehr schattig, Xen. Cyn. 5, 9.
Greek (Liddell-Scott)
πολύσκιος: -ον, λίαν σκιερός, Ἱππ. 530. 11, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 166.
Greek Monolingual
-α, -ο / πολύσκιος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει ή ρίχνει πολλή σκιά, πολύ σκιερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σκιος (< σκιά), πρβλ. βαθύ-σκιος].