πρίμος: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
(34)
(No difference)

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Greek Monolingual

-α, -ο / πρῑμος, -α, -ον, ΝΜΑ, και πρύμος, -α, -ο, Ν, πρεῑμος, -η, -ον, Α
νεοελλ.
1. (για άνεμο) ευνοϊκός, ούριος
2. το θηλ. ως ουσ. η πρίμα
α) η πρίμαντόνα
β) συνεκδ. καμπάνα με υψηλό τόνο
3. το ουδ. ως ουσ. το πρίμο
η πρώτη, δηλ. η υψηλότερη φωνή, σε διωδία ή χορωδία
μσν.-αρχ.
ο πρώτος.
επίρρ...
πρίμα και πρύμα Ν
1. με ευνοϊκό, ούριο άνεμο
2. φρ. «πάω πρίμα»
α) ταξιδεύω με ούριο άνεμο
β) μτφ. προκόβω, ευοδώνομαι («οι δουλειές πάνε πρίμα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πρίμος < λατ. primus «πρώτος». Κατ' άλλη άποψη, το επίθ. με τη σημ. «ευνοϊκός, ούριος» (για άνεμο) προέρχεται από τη λ. πρυμνός (< πρύμνη) και επομένως η ορθή γρφ. είναι πρύμος].