πρεῖγυς: Difference between revisions
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
(6_23) |
(34) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρεῖγυς''': Κρητικὸν ἀντὶ [[πρέσβυς]], ὑπερθ. πρείγιστος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2554. 59· [[ὡσαύτως]], [[πρήγιστος]], 2562. 23· ― οὕτω, πρειγήια, τά, = πρεσβεῖα, 2556. 29· ― πρειγευτής, ὁ, = [[πρεσβευτής]], 3051, 11., 3058. 5, πρβλ. [[πρεγγευταί]]. | |lstext='''πρεῖγυς''': Κρητικὸν ἀντὶ [[πρέσβυς]], ὑπερθ. πρείγιστος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2554. 59· [[ὡσαύτως]], [[πρήγιστος]], 2562. 23· ― οὕτω, πρειγήια, τά, = πρεσβεῖα, 2556. 29· ― πρειγευτής, ὁ, = [[πρεσβευτής]], 3051, 11., 3058. 5, πρβλ. [[πρεγγευταί]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />(<b>κρητ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[πρέσβυς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, Cret.,
A = πρέσβυς, old man, ib.4992a iii 2; also in Comp., acc. sg. πρείγονα older, Leg.Gort. 12.34, cf. Supp.Epigr.1.414.9 (Crete, v/iv B. C., dub. sens.), and Sup. πρείγιστος oldest, Leg.Gort.7.23, al.—Cogn. forms are πρεγγευτάς, πρεσγευτάς, πρεισγευτάς, = πρεσβευτής, Supp.Epigr.4.599.13, 17 (Teos, ii B. C.), GDI 5148.12, 5167.11; πρήγιστος, = πρέσβιστος, president, ib.5034.5; βουλῆς ib.2562.23 (Hierapytna); also πρίγιστος, Sammelb.1042 (vi B. C.); πρεσγέα, ἁ, Argive for πρεσβεία, SIG 56.38 (Argos, v B. C.). (For the etym. v. πρέσβυς fin.)
German (Pape)
[Seite 697] dor. äol. Form von πρέσβυς, von der πρειγεία, πρείγιστος u. ä. kommen, s. Buttm. Lexil. II p. 162.
Greek (Liddell-Scott)
πρεῖγυς: Κρητικὸν ἀντὶ πρέσβυς, ὑπερθ. πρείγιστος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2554. 59· ὡσαύτως, πρήγιστος, 2562. 23· ― οὕτω, πρειγήια, τά, = πρεσβεῖα, 2556. 29· ― πρειγευτής, ὁ, = πρεσβευτής, 3051, 11., 3058. 5, πρβλ. πρεγγευταί.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(κρητ. τ.) βλ. πρέσβυς.