προαπόκειμαι: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(6_1)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προαπόκειμαι''': [[ἀπόκειμαι]], εἶμαι ἀποθηκευμένος ἀπὸ [[πρίν]], Βασίλ. Μ. τ. 3, σ. 205, Συνέσ. σ. 257Α, κλπ.
|lstext='''προαπόκειμαι''': [[ἀπόκειμαι]], εἶμαι ἀποθηκευμένος ἀπὸ [[πρίν]], Βασίλ. Μ. τ. 3, σ. 205, Συνέσ. σ. 257Α, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[είμαι]] αποθηκευμένος εκ τών προτέρων<br /><b>αρχ.</b><br />[[υπάρχω]] εκ τών προτέρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀπόκειμαι]] «[[είμαι]] τοποθετημένος σε ασφαλές [[μέρος]]»].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προαπόκειμαι Medium diacritics: προαπόκειμαι Low diacritics: προαπόκειμαι Capitals: ΠΡΟΑΠΟΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: proapókeimai Transliteration B: proapokeimai Transliteration C: proapokeimai Beta Code: proapo/keimai

English (LSJ)

Pass.,

   A to be stored up before, Sammelb.4425 iv 8 (ii A.D.), prob. in Aristid.Or.50(26).49.

German (Pape)

[Seite 708] (s. κεῖμαι), vorher niedergelegt sein, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

προαπόκειμαι: ἀπόκειμαι, εἶμαι ἀποθηκευμένος ἀπὸ πρίν, Βασίλ. Μ. τ. 3, σ. 205, Συνέσ. σ. 257Α, κλπ.

Greek Monolingual

ΜΑ
είμαι αποθηκευμένος εκ τών προτέρων
αρχ.
υπάρχω εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀπόκειμαι «είμαι τοποθετημένος σε ασφαλές μέρος»].