προγυμναστής: Difference between revisions
From LSJ
(6_19) |
(34) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προγυμναστής''': -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ προγυμνάζων, Ὑπερείδ. σ. 24 Teubner, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 20, 9., 4. 4, 31· [[ὡσαύτως]], [[δοῦλος]] γυμναζόμενος [[μετὰ]] τοῦ κυρίου [[αὐτοῦ]], πρβλ. Seneca Epist. 83. 3. | |lstext='''προγυμναστής''': -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ προγυμνάζων, Ὑπερείδ. σ. 24 Teubner, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 20, 9., 4. 4, 31· [[ὡσαύτως]], [[δοῦλος]] γυμναζόμενος [[μετὰ]] τοῦ κυρίου [[αὐτοῦ]], πρβλ. Seneca Epist. 83. 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΑ, θηλ. προγυμνάστρια Ν [[προγυμνάζω]]<br />αυτός που προγυμνάζει κάποιον<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκπαιδευτικός]] που παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα σε μαθητές προετοιμάζοντάς τους για εξετάσεις<br /><b>αρχ.</b><br />[[δούλος]] που γυμνάζεται [[μαζί]] με τον κύριο του. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:21, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A trainer, Arr.Epict.3.20.9,4.4.31. 2 slave who goes through exercises with his master, Seneca Ep.83.3, Gal.6.187.
German (Pape)
[Seite 714] ὁ, der vorher Uebende, Sp.; bei Galen. ein Diener des γυμναστής, vgl. Senec. ep. 83.
Greek (Liddell-Scott)
προγυμναστής: -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ προγυμνάζων, Ὑπερείδ. σ. 24 Teubner, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 20, 9., 4. 4, 31· ὡσαύτως, δοῦλος γυμναζόμενος μετὰ τοῦ κυρίου αὐτοῦ, πρβλ. Seneca Epist. 83. 3.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, θηλ. προγυμνάστρια Ν προγυμνάζω
αυτός που προγυμνάζει κάποιον
νεοελλ.
εκπαιδευτικός που παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα σε μαθητές προετοιμάζοντάς τους για εξετάσεις
αρχ.
δούλος που γυμνάζεται μαζί με τον κύριο του.