προκάρπιον: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(6_22) |
(34) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προκάρπιον''': τό, τὸ [[μέρος]] τῆς χειρὸς τὸ πρὸ τοῦ καρποῦ [[Πολυδ]]. Β΄, 142. | |lstext='''προκάρπιον''': τό, τὸ [[μέρος]] τῆς χειρὸς τὸ πρὸ τοῦ καρποῦ [[Πολυδ]]. Β΄, 142. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α<br />το πρόσθιο [[μέρος]] του χεριού [[μέχρι]] τον καρπό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]] (ΙΙ) (<b>πρβλ.</b> <i>μετα</i>-[[κάρπιον]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:21, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A the part of the hand next the καρπός, Poll.2.142.
German (Pape)
[Seite 728] τό, die Vorderhand, Diosc., zw.
Greek (Liddell-Scott)
προκάρπιον: τό, τὸ μέρος τῆς χειρὸς τὸ πρὸ τοῦ καρποῦ Πολυδ. Β΄, 142.
Greek Monolingual
τὸ, Α
το πρόσθιο μέρος του χεριού μέχρι τον καρπό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καρπός (ΙΙ) (πρβλ. μετα-κάρπιον)].