προεξέχω: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
(6_2) |
(34) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προεξέχω''': [[ἐξέχω]], τινί, εἴς τι [[πρᾶγμα]], Ἀγαθ. 327, 16. | |lstext='''προεξέχω''': [[ἐξέχω]], τινί, εἴς τι [[πρᾶγμα]], Ἀγαθ. 327, 16. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ [[ἐξέχω]]<br />[[εξέχω]] [[προς]] τα [[εμπρός]], [[προέχω]] (α. «η [[στέγη]] δεν προεξέχει αρκετά για να φεύγουν τα νερά της βροχής» β. «πᾱν προβεβλημένον [[μέρος]] καὶ προεξέχον», Ιωάν. Τζέτζ.<br />γ. «τὸ τοῡ αἰγιαλοῡ προεξέχον», Αγαθ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[υπερέχω]], διακρίνομαι. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:21, 29 September 2017
English (LSJ)
A project from, τοῦ αἰγιαλοῦ Agath.5.22.
Greek (Liddell-Scott)
προεξέχω: ἐξέχω, τινί, εἴς τι πρᾶγμα, Ἀγαθ. 327, 16.
Greek Monolingual
ΝΜΑ ἐξέχω
εξέχω προς τα εμπρός, προέχω (α. «η στέγη δεν προεξέχει αρκετά για να φεύγουν τα νερά της βροχής» β. «πᾱν προβεβλημένον μέρος καὶ προεξέχον», Ιωάν. Τζέτζ.
γ. «τὸ τοῡ αἰγιαλοῡ προεξέχον», Αγαθ.)
αρχ.
υπερέχω, διακρίνομαι.