προκατακόπτω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)

Source
(6_2)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προκατακόπτω''': [[κατακόπτω]] πρότερον, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 5.
|lstext='''προκατακόπτω''': [[κατακόπτω]] πρότερον, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 5.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κατακόβω]], [[κατακομματιάζω]] εκ τών προτέρων<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[φονεύω]], [[σκοτώνω]] εκ τών προτέρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κατακόπτω]] «[[κατακομματιάζω]], [[πετσοκόβω]], [[σφάζω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκατακόπτω Medium diacritics: προκατακόπτω Low diacritics: προκατακόπτω Capitals: ΠΡΟΚΑΤΑΚΟΠΤΩ
Transliteration A: prokatakóptō Transliteration B: prokatakoptō Transliteration C: prokatakopto Beta Code: prokatako/ptw

English (LSJ)

   A cut up beforehand, Antiph.230.7: metaph., cut to pieces, massacre first, πολλούς Eun.VSp.480B.

German (Pape)

[Seite 728] vorher zerschlagen, βοῦν, schlachten, Antiphan. bei Ath. I, 5 a.

Greek (Liddell-Scott)

προκατακόπτω: κατακόπτω πρότερον, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 5.

Greek Monolingual

Α
1. κατακόβω, κατακομματιάζω εκ τών προτέρων
2. μτφ. φονεύω, σκοτώνω εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κατακόπτω «κατακομματιάζω, πετσοκόβω, σφάζω»].