προκυμία: Difference between revisions
From LSJ
Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning
(6_1) |
(34) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προκυμία''': (διάφ. γραφ. προκυμαία), ἡ, ([[κῦμα]]) [[προτείχισμα]] πρὸς ἀνακοπὴν τῶν κυμάτων, «[[μῶλος]]», Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 21, 6· [[οὕτως]] ἐν Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 9, 7, διορθωτέον [[προκυμία]] ἀντὶ προκυματία. | |lstext='''προκυμία''': (διάφ. γραφ. προκυμαία), ἡ, ([[κῦμα]]) [[προτείχισμα]] πρὸς ἀνακοπὴν τῶν κυμάτων, «[[μῶλος]]», Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 21, 6· [[οὕτως]] ἐν Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 9, 7, διορθωτέον [[προκυμία]] ἀντὶ προκυματία. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[προκυμαία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, (κῦμα)
A breakwater, J.BJ1.21.6; prob. for προκυμάτια (sic) in Id.AJ15.9.6.
Greek (Liddell-Scott)
προκυμία: (διάφ. γραφ. προκυμαία), ἡ, (κῦμα) προτείχισμα πρὸς ἀνακοπὴν τῶν κυμάτων, «μῶλος», Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 21, 6· οὕτως ἐν Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 9, 7, διορθωτέον προκυμία ἀντὶ προκυματία.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. προκυμαία.