προμοιχεύω: Difference between revisions
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
(6_2) |
(34) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προμοιχεύω''': [[μοιχεύω]] γυναῖκα πρὸ ἄλλου, τὴν Ποππαίαν προμοιχεύσας τῷ Νέρωνι, [[χάριν]] τοῦ Νέρωνος, [[ὅπως]] καὶ αὐτὸς μοιχεύσῃ αὐτὴν κατόπιν, Πλουτ. Γάλβ. 19. | |lstext='''προμοιχεύω''': [[μοιχεύω]] γυναῖκα πρὸ ἄλλου, τὴν Ποππαίαν προμοιχεύσας τῷ Νέρωνι, [[χάριν]] τοῦ Νέρωνος, [[ὅπως]] καὶ αὐτὸς μοιχεύσῃ αὐτὴν κατόπιν, Πλουτ. Γάλβ. 19. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[μοιχεύω]]<br />[[μοιχεύω]] [[γυναίκα]] [[πριν]] από κάποιον [[άλλο]] («τὴν Ποππαίαν προμοιχεύσας τῷ Νέρωνι», <b>Πλούτ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 29 September 2017
English (LSJ)
A procure a woman by adultery, Ποππαίαν Νέρωνι Plu. Galb.19.
German (Pape)
[Seite 735] eine Frau vorher zum Ehebruch verführen, Luc. Gall. 19.
Greek (Liddell-Scott)
προμοιχεύω: μοιχεύω γυναῖκα πρὸ ἄλλου, τὴν Ποππαίαν προμοιχεύσας τῷ Νέρωνι, χάριν τοῦ Νέρωνος, ὅπως καὶ αὐτὸς μοιχεύσῃ αὐτὴν κατόπιν, Πλουτ. Γάλβ. 19.
Greek Monolingual
Α μοιχεύω
μοιχεύω γυναίκα πριν από κάποιον άλλο («τὴν Ποππαίαν προμοιχεύσας τῷ Νέρωνι», Πλούτ.).