προσαναμιμνήσκω: Difference between revisions
From LSJ
(6_1) |
(34) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσαναμιμνήσκω''': [[ἀναμιμνήσκω]], ὑπενθυμίζω, τινά τινος Πολύβ. 4. 28, 6, κτλ. | |lstext='''προσαναμιμνήσκω''': [[ἀναμιμνήσκω]], ὑπενθυμίζω, τινά τινος Πολύβ. 4. 28, 6, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[υπενθυμίζω]] [[κάτι]] σε κάποιον επιπρόσθετα<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>προσαναμιμνήσκομαι</i><br />[[μνημονεύω]], [[αναφέρω]] επί [[πλέον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀναμιμνήσκω]] «[[θυμίζω]], [[υπενθυμίζω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 29 September 2017
English (LSJ)
A remind of, τινά τινος Plb.4.28.6, al.: abs., Id.4.29.7:—Med. with aor. 1 Pass., mention, record as well, Gal.8.904, 18(2).434.
German (Pape)
[Seite 749] (s. μιμνήσκω), dabei wieder erinnern, τινά τινος, Pol. 4, 28, 6 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
προσαναμιμνήσκω: ἀναμιμνήσκω, ὑπενθυμίζω, τινά τινος Πολύβ. 4. 28, 6, κτλ.
Greek Monolingual
Α
1. υπενθυμίζω κάτι σε κάποιον επιπρόσθετα
2. μέσ. προσαναμιμνήσκομαι
μνημονεύω, αναφέρω επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀναμιμνήσκω «θυμίζω, υπενθυμίζω»].