προσαποξέω: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
(6_1)
(34)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσαποξέω''': [[ἀποξέω]] [[προσέτι]], τί τινος Λιβάν. 4. 810.
|lstext='''προσαποξέω''': [[ἀποξέω]] [[προσέτι]], τί τινος Λιβάν. 4. 810.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[αφαιρώ]] [[κάτι]] με [[απόξεση]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[εξαλείφω]] [[κάτι]] επί [[πλέον]] («τὴν τυραννοκτονίαν τῆς πόλεως προσαπέξεσε», Λιβάν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀποξέω]] «[[αφαιρώ]] με [[απόξεση]], [[αφαιρώ]] [[τελείως]]»].
}}
}}

Revision as of 12:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαποξέω Medium diacritics: προσαποξέω Low diacritics: προσαποξέω Capitals: ΠΡΟΣΑΠΟΞΕΩ
Transliteration A: prosapoxéō Transliteration B: prosapoxeō Transliteration C: prosapokseo Beta Code: prosapoce/w

English (LSJ)

   A erase, expunge as well: metaph., τὴν τυραννοκτονίαν -απέξεσε τῆς πόλεως Lib.Decl.43.45.

Greek (Liddell-Scott)

προσαποξέω: ἀποξέω προσέτι, τί τινος Λιβάν. 4. 810.

Greek Monolingual

Α
1. αφαιρώ κάτι με απόξεση
2. μτφ. εξαλείφω κάτι επί πλέον («τὴν τυραννοκτονίαν τῆς πόλεως προσαπέξεσε», Λιβάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀποξέω «αφαιρώ με απόξεση, αφαιρώ τελείως»].