προσαποξέω: Difference between revisions
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
(6_1) |
(34) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσαποξέω''': [[ἀποξέω]] [[προσέτι]], τί τινος Λιβάν. 4. 810. | |lstext='''προσαποξέω''': [[ἀποξέω]] [[προσέτι]], τί τινος Λιβάν. 4. 810. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[αφαιρώ]] [[κάτι]] με [[απόξεση]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[εξαλείφω]] [[κάτι]] επί [[πλέον]] («τὴν τυραννοκτονίαν τῆς πόλεως προσαπέξεσε», Λιβάν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀποξέω]] «[[αφαιρώ]] με [[απόξεση]], [[αφαιρώ]] [[τελείως]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 29 September 2017
English (LSJ)
A erase, expunge as well: metaph., τὴν τυραννοκτονίαν -απέξεσε τῆς πόλεως Lib.Decl.43.45.
Greek (Liddell-Scott)
προσαποξέω: ἀποξέω προσέτι, τί τινος Λιβάν. 4. 810.
Greek Monolingual
Α
1. αφαιρώ κάτι με απόξεση
2. μτφ. εξαλείφω κάτι επί πλέον («τὴν τυραννοκτονίαν τῆς πόλεως προσαπέξεσε», Λιβάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀποξέω «αφαιρώ με απόξεση, αφαιρώ τελείως»].