προσεκπίνω: Difference between revisions

From LSJ

ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Source
(6_3)
(34)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσεκπίνω''': [ῑ], [[ἐκπίνω]] [[προσέτι]], ῥημ. ἐπίθ. προσεκποτέον, Πλούτ. 2. 1111C.
|lstext='''προσεκπίνω''': [ῑ], [[ἐκπίνω]] [[προσέτι]], ῥημ. ἐπίθ. προσεκποτέον, Πλούτ. 2. 1111C.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[πίνω]] [[κάτι]] [[ακόμη]] εξ ολοκλήρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκπίνω]] «[[πίνω]] όλο το [[περιεχόμενο]] ενός ποτηριού»].
}}
}}

Revision as of 12:22, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 758] (s. πίνω), noch dazu austrinken, adj. verb., προσεκποτέον ἐστὶ τὸ δυσχερές, Pl ut. adv. Col. 8.

Greek (Liddell-Scott)

προσεκπίνω: [ῑ], ἐκπίνω προσέτι, ῥημ. ἐπίθ. προσεκποτέον, Πλούτ. 2. 1111C.

Greek Monolingual

Α
πίνω κάτι ακόμη εξ ολοκλήρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐκπίνω «πίνω όλο το περιεχόμενο ενός ποτηριού»].