προσιδρύω: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(6_2)
(35)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσιδρύω''': [[ἱδρύω]], τοποθετῶ πλησίον, τινά τινι Πρόκλ. ἐν Πλάτ. Ἀλκ. σ. 138 Creuz.
|lstext='''προσιδρύω''': [[ἱδρύω]], τοποθετῶ πλησίον, τινά τινι Πρόκλ. ἐν Πλάτ. Ἀλκ. σ. 138 Creuz.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] [[κοντά]] («προσιδρύειν ἑαυτοὺς τῲ θεῲ», Πρόκλ.)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>προσιδρύομαι</i><br />[[θεμελιώνω]] [[κοντά]] ή [[κατά]] [[προσθήκη]] [[προς]] [[αύξηση]] («νυνὶ δὲ τοῑς βωμοῑς εἰς τὴν ἱερουργίαν προσιδρυμένος», Ηλιόδ.)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> (σχετικά με την [[ιερεία]]) εγκαθίσταμαι στην [[υπηρεσία]].
}}
}}

Revision as of 12:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσιδρύω Medium diacritics: προσιδρύω Low diacritics: προσιδρύω Capitals: ΠΡΟΣΙΔΡΥΩ
Transliteration A: prosidrýō Transliteration B: prosidryō Transliteration C: prosidryo Beta Code: prosidru/w

English (LSJ)

   A place near, ἑαυτοὺς τῷ θεῷ Procl.in Alc.p.138C.:— Med., found in addition or near to, IG2.1649:—Pass., βωμὸς -ιδρυμένος Hld.10.18.    II Pass., to be installed in office, of a priestess, IG22.1346.19.

Greek (Liddell-Scott)

προσιδρύω: ἱδρύω, τοποθετῶ πλησίον, τινά τινι Πρόκλ. ἐν Πλάτ. Ἀλκ. σ. 138 Creuz.

Greek Monolingual

Α
1. τοποθετώ κοντά («προσιδρύειν ἑαυτοὺς τῲ θεῲ», Πρόκλ.)
2. μέσ. προσιδρύομαι
θεμελιώνω κοντά ή κατά προσθήκη προς αύξηση («νυνὶ δὲ τοῑς βωμοῑς εἰς τὴν ἱερουργίαν προσιδρυμένος», Ηλιόδ.)
3. παθ. (σχετικά με την ιερεία) εγκαθίσταμαι στην υπηρεσία.