προσπεριλαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ

ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)

Source
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=embrasser en outre <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[περιλαμβάνω]].
|btext=embrasser en outre <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[περιλαμβάνω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α [[περιλαμβάνω]]<br />[[συμπεριλαμβάνω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[ακόμη]] («ἑτέρας ποιοῡνται συνθήκας, ἐν αἷς προσπεριειλήφασι Καρχηδόνιοι Τυρίους», <b>Πολ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπεριλαμβάνω Medium diacritics: προσπεριλαμβάνω Low diacritics: προσπεριλαμβάνω Capitals: ΠΡΟΣΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: prosperilambánō Transliteration B: prosperilambanō Transliteration C: prosperilamvano Beta Code: prosperilamba/nw

English (LSJ)

   A embrace or include besides, D.24.44, al., Ph.1.1 (v.l.), Antyll. ap. Orib.44.23.13; π. τινὰ ταῖς συνθήκαις Plb.3.24.1; π. τι τῷ νῷ Id.5.32.3.

German (Pape)

[Seite 777] (s. λαμβάνω), noch dazu, zugleich, mit umfassen; νόμους, Dem. 24, 83; χρόνον ἀόριστον τὸν παρεληλυθότα, 44, vgl. 209; τῷ νῷ, Pol. 5, 32, 3; τινὰ ἐν ταῖς συνθήκαις, 3, 24, 1; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

προσπεριλαμβάνω: περιλαμβάνω προσέτι, Δημ. 714. 24, 726 ἐν τέλ., 765. 2˙ πρ. τινὰ ταῖς συνθήκαις Πολύβ. 3. 24, 1˙ πρ. τι τῷ νῷ ὁ αὐτ. 5. 32, 3.

French (Bailly abrégé)

embrasser en outre ou en même temps.
Étymologie: πρός, περιλαμβάνω.

Greek Monolingual

Α περιλαμβάνω
συμπεριλαμβάνω κάποιον ή κάτι ακόμη («ἑτέρας ποιοῡνται συνθήκας, ἐν αἷς προσπεριειλήφασι Καρχηδόνιοι Τυρίους», Πολ.).