Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προσπέρδομαι: Difference between revisions

From LSJ

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance

Hippocrates
(6_5)
(35)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσπέρδομαι''': ἀποθ. [[μετὰ]] ἐνεργ. ἀορ. β´ -έπαρδον. oppendere, [[πέρδομαι]], «κλάνω» [[πρός]] τινα, τινι, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1074˙ τοῖς λοιποῖς δὲ προσπέρδου, τοὺς δὲ λοιποὺς κλάσε τους, Σωσίπατρος ἐν «Καταψευδομένῳ» 1. 12.
|lstext='''προσπέρδομαι''': ἀποθ. [[μετὰ]] ἐνεργ. ἀορ. β´ -έπαρδον. oppendere, [[πέρδομαι]], «κλάνω» [[πρός]] τινα, τινι, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1074˙ τοῖς λοιποῖς δὲ προσπέρδου, τοὺς δὲ λοιποὺς κλάσε τους, Σωσίπατρος ἐν «Καταψευδομένῳ» 1. 12.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>(αποθ.)</b><br /><b>1.</b> [[πέρδομαι]] [[προς]] το [[πρόσωπο]] κάποιου («προσπαρδεῑν γ' εἰς τὸ [[στόμα]] τῷ θαλάμακι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκδηλώνω]] υβριστικά την περιφρόνησή μου για κάποιον σαν να [[πέρδομαι]] [[προς]] το πρόσωπό του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πέρδομαι]] «[[αφήνω]] [[πορδή]]»].
}}
}}

Revision as of 12:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπέρδομαι Medium diacritics: προσπέρδομαι Low diacritics: προσπέρδομαι Capitals: ΠΡΟΣΠΕΡΔΟΜΑΙ
Transliteration A: prospérdomai Transliteration B: prosperdomai Transliteration C: prosperdomai Beta Code: prospe/rdomai

English (LSJ)

with aor. 2 Act. -έπαρδον,

   A break wind at, τινι Ar.Ra. 1074, Sosip.1.12, Damox.2.39.

Greek (Liddell-Scott)

προσπέρδομαι: ἀποθ. μετὰ ἐνεργ. ἀορ. β´ -έπαρδον. oppendere, πέρδομαι, «κλάνω» πρός τινα, τινι, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1074˙ τοῖς λοιποῖς δὲ προσπέρδου, τοὺς δὲ λοιποὺς κλάσε τους, Σωσίπατρος ἐν «Καταψευδομένῳ» 1. 12.

Greek Monolingual

Α
(αποθ.)
1. πέρδομαι προς το πρόσωπο κάποιου («προσπαρδεῑν γ' εἰς τὸ στόμα τῷ θαλάμακι», Αριστοφ.)
2. εκδηλώνω υβριστικά την περιφρόνησή μου για κάποιον σαν να πέρδομαι προς το πρόσωπό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + πέρδομαι «αφήνω πορδή»].