προσόψημα: Difference between revisions
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
(6_21) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσόψημα''': τό, [[προσφάγιον]] ἢ ἕτερον [[ἔδεσμα]] παρὰ τὸ σύνηθες, Διοσκ. 1. 146, Ἀθήν. 162C, 276Ε, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 962 (διάφ. γραφ. [[προσέψημα]]), κτλ. | |lstext='''προσόψημα''': τό, [[προσφάγιον]] ἢ ἕτερον [[ἔδεσμα]] παρὰ τὸ σύνηθες, Διοσκ. 1. 146, Ἀθήν. 162C, 276Ε, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 962 (διάφ. γραφ. [[προσέψημα]]), κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ήματος, τὸ, ΜΑ<br />[[καθετί]] που τρώγεται [[μαζί]] ή παράλληλα με το [[κυρίως]] [[γεύμα]] («[[ἐνίοτε]] δὲ ἐλαιῶν καὶ τῶν λιτοτάτων προσοψημάτων», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὄψημα]] «[[προσφάγι]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A anything eaten with or besides the regular meal, mostly pl., D.S.2.59, Ph.2.483, Dsc.1.84,107, Ath.4.162c, 7.276e, Sch.Ar.V.962 (v.l. προσέψημα).
German (Pape)
[Seite 775] τό, Zugemüse, Vorkost; Ath. VII, 276 e; Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
προσόψημα: τό, προσφάγιον ἢ ἕτερον ἔδεσμα παρὰ τὸ σύνηθες, Διοσκ. 1. 146, Ἀθήν. 162C, 276Ε, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 962 (διάφ. γραφ. προσέψημα), κτλ.
Greek Monolingual
-ήματος, τὸ, ΜΑ
καθετί που τρώγεται μαζί ή παράλληλα με το κυρίως γεύμα («ἐνίοτε δὲ ἐλαιῶν καὶ τῶν λιτοτάτων προσοψημάτων», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ὄψημα «προσφάγι»].