προσυπόκειμαι: Difference between revisions
From LSJ
Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
(6_20) |
(35) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσυπόκειμαι''': Παθ., [[ὑπόκειμαι]] [[προσέτι]], Γαλην. | |lstext='''προσυπόκειμαι''': Παθ., [[ὑπόκειμαι]] [[προσέτι]], Γαλην. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[υπόκειμαι]] επί [[πλέον]]<br /><b>2.</b> υποθηκεύομαι επί [[πλέον]]<br /><b>3.</b> λαμβάνομαι ως επί [[πλέον]] [[υπόθεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὑπόκειμαι]] «βρίσκομαι από [[κάτω]], υποθηκεύομαι, τίθεμαι ως [[βάση]] υπόθεσης ή συλλογισμού»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 29 September 2017
English (LSJ)
Pass.,
A lie under besides, v.l. for προϋπ- in Gal.UP3.8. 2 to be mortgaged besides, OGI46.17 (Halic., iii B.C.). 3 to be assumed besides, Gal. 6.246, 10.351.
Greek (Liddell-Scott)
προσυπόκειμαι: Παθ., ὑπόκειμαι προσέτι, Γαλην.
Greek Monolingual
Α
1. υπόκειμαι επί πλέον
2. υποθηκεύομαι επί πλέον
3. λαμβάνομαι ως επί πλέον υπόθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ὑπόκειμαι «βρίσκομαι από κάτω, υποθηκεύομαι, τίθεμαι ως βάση υπόθεσης ή συλλογισμού»].