πρόσφυμα: Difference between revisions
From LSJ
(6_22) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρόσφῡμα''': τό, τὸ προσφυόμενον, «καὶ τοῖς παραπληρωματικοῖς δὲ συνδέσμοις [[χρηστέον]], οὐχὶ ὡς προσθήκαις κεναῖς καὶ [[οἷον]] προσφύμασιν..., [[ἀλλά]]…» Ρήτορες (Waltz) τ. 7, μέρ. β´, σ. 1213. | |lstext='''πρόσφῡμα''': τό, τὸ προσφυόμενον, «καὶ τοῖς παραπληρωματικοῖς δὲ συνδέσμοις [[χρηστέον]], οὐχὶ ὡς προσθήκαις κεναῖς καὶ [[οἷον]] προσφύμασιν..., [[ἀλλά]]…» Ρήτορες (Waltz) τ. 7, μέρ. β´, σ. 1213. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, ΝΑ [[προσφύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>γλωσσ.</b> [[μόρφημα]] που προστίθεται στη θεματική [[ρίζα]], δηλ. στο σταθερό λεξιλογικό [[στοιχείο]], και συμβάλλει στην [[κλίση]] ή στην [[παραγωγή]] μιας λέξης<br /><b>αρχ.</b><br />[[καθετί]] που προσφύεται. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A excrescence, of expletives, Demetr.Eloc.55 (pl.).
German (Pape)
[Seite 787] τό, das Angewachsene, der Anhang, Demetr. Phal. 55.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσφῡμα: τό, τὸ προσφυόμενον, «καὶ τοῖς παραπληρωματικοῖς δὲ συνδέσμοις χρηστέον, οὐχὶ ὡς προσθήκαις κεναῖς καὶ οἷον προσφύμασιν..., ἀλλά…» Ρήτορες (Waltz) τ. 7, μέρ. β´, σ. 1213.
Greek Monolingual
τὸ, ΝΑ προσφύω
νεοελλ.
γλωσσ. μόρφημα που προστίθεται στη θεματική ρίζα, δηλ. στο σταθερό λεξιλογικό στοιχείο, και συμβάλλει στην κλίση ή στην παραγωγή μιας λέξης
αρχ.
καθετί που προσφύεται.