πυκνοπνεύματος: Difference between revisions
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
(6_18) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πυκνοπνεύματος''': -ον, πυκνὰ ἀναπνέων, «κοντοανασαίνων», Ἱππ. 1179H. | |lstext='''πυκνοπνεύματος''': -ον, πυκνὰ ἀναπνέων, «κοντοανασαίνων», Ἱππ. 1179H. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[ταχεία]] [[αναπνοή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυκνός]] <span style="color: red;">+</span> [[πνεῦμα]], -<i>ατος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>απο</i>-<i>πνεύματος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A having rapid respiration, Hp.Epid.6.4.4.
German (Pape)
[Seite 815] dicht od. häufig athmend, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
πυκνοπνεύματος: -ον, πυκνὰ ἀναπνέων, «κοντοανασαίνων», Ἱππ. 1179H.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει ταχεία αναπνοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + πνεῦμα, -ατος (πρβλ. απο-πνεύματος)].