πύργωμα: Difference between revisions

From LSJ

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />ouvrage en forme de fortification.<br />'''Étymologie:''' [[πυργόω]].
|btext=ατος (τό) :<br />ouvrage en forme de fortification.<br />'''Étymologie:''' [[πυργόω]].
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [[πυργῶ]]<br /><b>1.</b> [[καθετί]] το εφοδιασμένο με πύργους και, [[ιδίως]], [[πόλη]] φραγμένη και οχυρωμένη με πύργους («ἐπτάστομον [[πύργωμα]] Θηβαίας πόλεως», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα πυργώματα</i><br />τείχη με πύργους («Ἰλίου πυργώματα», <b>Ευρ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πύργωμα Medium diacritics: πύργωμα Low diacritics: πύργωμα Capitals: ΠΥΡΓΩΜΑ
Transliteration A: pýrgōma Transliteration B: pyrgōma Transliteration C: pyrgoma Beta Code: pu/rgwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is furnished with towers, fenced city, Orac. ap. Hdt.7.140 (pl.), E.Ph.287: pl., fenced walls, A.Th.30,251,469, E.Cyc.115, Hel. 51.

German (Pape)

[Seite 821] τό, das Gethürmte, der Thurm; Aesch. Spt. 30. 233. 451; ἑπτάστομον πύργωμα Θηβαίας χθονός, Eur. Phoen. 294, u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

πύργωμα: τό, τὸ ἐφωδιασμένον μὲ πύργους, πόλις τετειχισμένη καὶ ὠχυρωμένη διὰ πύργων, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 140, Εὐρ. Φοίν. 287· - ἐν τῷ πληθ., τείχη ἔχοντα πύργους, Αἰσχύλ. Θήβ. 33. 251, 469, Εὐρ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ouvrage en forme de fortification.
Étymologie: πυργόω.

Greek Monolingual

το, ΝΑ πυργῶ
1. καθετί το εφοδιασμένο με πύργους και, ιδίως, πόλη φραγμένη και οχυρωμένη με πύργους («ἐπτάστομον πύργωμα Θηβαίας πόλεως», Ευρ.)
2. στον πληθ. τα πυργώματα
τείχη με πύργους («Ἰλίου πυργώματα», Ευρ.).