πωλευτής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
(6_19)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πωλευτής''': -οῦ, [[πωλοδάμνης]], [[καθόλου]] ὁ δαμάζων, γυμνάζων ζῷα, [[φύλαξ]] καὶ ἐπιμελητὴς αὐτῶν, ἐλέφαντα Αἰλ. π. Ζ. 7. 41., 8. 17., 13. 8.
|lstext='''πωλευτής''': -οῦ, [[πωλοδάμνης]], [[καθόλου]] ὁ δαμάζων, γυμνάζων ζῷα, [[φύλαξ]] καὶ ἐπιμελητὴς αὐτῶν, ἐλέφαντα Αἰλ. π. Ζ. 7. 41., 8. 17., 13. 8.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[πωλεύω]]<br /><b>1.</b> [[δαμαστής]], εκγυμναστής νεαρών αλόγων ιππασίας<br /><b>2.</b> (γενικά) [[φύλακας]], [[επιμελητής]] και εκγυμναστής ζώων («πωλευτὴς ἐλέφαντος», Αιλ.).
}}
}}

Revision as of 12:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πωλευτής Medium diacritics: πωλευτής Low diacritics: πωλευτής Capitals: ΠΩΛΕΥΤΗΣ
Transliteration A: pōleutḗs Transliteration B: pōleutēs Transliteration C: poleftis Beta Code: pwleuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A horsebreaker, Max.Tyr.7.8: generally, trainer of animals, keeper, ἐλέφαντος Ael.NA7.41, cf.8.17, 13.8.

German (Pape)

[Seite 827] ὁ, der Bändiger, Zureiter des jungen Pferdes, Ael. H. A. 7, 41; der ein junges Thier Abrichtende, ἐλέφαντος, ib. 8, 17, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

πωλευτής: -οῦ, πωλοδάμνης, καθόλου ὁ δαμάζων, γυμνάζων ζῷα, φύλαξ καὶ ἐπιμελητὴς αὐτῶν, ἐλέφαντα Αἰλ. π. Ζ. 7. 41., 8. 17., 13. 8.

Greek Monolingual

ὁ, Α πωλεύω
1. δαμαστής, εκγυμναστής νεαρών αλόγων ιππασίας
2. (γενικά) φύλακας, επιμελητής και εκγυμναστής ζώων («πωλευτὴς ἐλέφαντος», Αιλ.).