πυρρόγειος: Difference between revisions
From LSJ
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
(6_17) |
(35) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πυρρόγειος''': -ον, ὁ ἔχων γῆν πυρρόχρουν, κοκκινόχωμα, Ἄντυλλ. παρὰ Στοβ. 548. 22. | |lstext='''πυρρόγειος''': -ον, ὁ ἔχων γῆν πυρρόχρουν, κοκκινόχωμα, Ἄντυλλ. παρὰ Στοβ. 548. 22. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει κόκκινο [[χώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυρρός]] «[[ερυθρός]], [[κοκκινωπός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>γειος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>γῆ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ἰσό</i>-<i>γειος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A of or with red earth, Antyll. ap. Orib.9.11.6.
Greek (Liddell-Scott)
πυρρόγειος: -ον, ὁ ἔχων γῆν πυρρόχρουν, κοκκινόχωμα, Ἄντυλλ. παρὰ Στοβ. 548. 22.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει κόκκινο χώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + -γειος (< γῆ), πρβλ. ἰσό-γειος].