ῥαγόεις: Difference between revisions
From LSJ
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
(6_8) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥᾰγόεις''': εσσα, εν, (ῥαγὴ) διερρωγώς, ῥαγόεν [[δέρος]], τὸ διερρωγός, Νικ. Θηρ. 821. | |lstext='''ῥᾰγόεις''': εσσα, εν, (ῥαγὴ) διερρωγώς, ῥαγόεν [[δέρος]], τὸ διερρωγός, Νικ. Θηρ. 821. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-εσσα, -εν, Α [[ῥάγος]]<br />αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] ρήγματα, [[γεμάτος]] ρωγμές. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 29 September 2017
English (LSJ)
εσσα, εν, (ῥαγή)
A torn, rent, burst, δέρος Nic.Th.821.
German (Pape)
[Seite 830] εσσα, εν, aufgerissen, rissig, aufgesprungen, Nic. Ther. 821.
Greek (Liddell-Scott)
ῥᾰγόεις: εσσα, εν, (ῥαγὴ) διερρωγώς, ῥαγόεν δέρος, τὸ διερρωγός, Νικ. Θηρ. 821.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α ῥάγος
αυτός που είναι γεμάτος ρήγματα, γεμάτος ρωγμές.