ῥαγή: Difference between revisions
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
(6_9) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥᾰγή''': ἡ, = [[ῥαγάς]], [[ῥῆγμα]]. Ἱππ. 235. 41., 236. 4, κτλ. | |lstext='''ῥᾰγή''': ἡ, = [[ῥαγάς]], [[ῥῆγμα]]. Ἱππ. 235. 41., 236. 4, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η / [[ῥαγή]], ΝΑ<br />[[ρήγμα]], [[σχισμάδα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> ασήμαντη [[ρωγμή]] οστού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥαγ</i>- του [[ῥήγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ή</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πληγ</i>-<i>ή</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,= ῥαγάς, ῥῆγμα, Hp.Nat.Puer.12, al.; cf. ῥάγα.
German (Pape)
[Seite 830] ἡ, = ῥαγάς, ῥῆγμα, Hipp. u. sp. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ῥᾰγή: ἡ, = ῥαγάς, ῥῆγμα. Ἱππ. 235. 41., 236. 4, κτλ.
Greek Monolingual
η / ῥαγή, ΝΑ
ρήγμα, σχισμάδα
νεοελλ.
ιατρ. ασήμαντη ρωγμή οστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα ῥαγ- του ῥήγνυμι + κατάλ. -ή (πρβλ. πληγ-ή)].