ῥάματα: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm

Menander, Monostichoi, 201
(Bailly1_4)
(36)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>fruit</i> = [[σταφυλίς]].<br />'''Étymologie:''' mot macédonien.
|btext=<i>fruit</i> = [[σταφυλίς]].<br />'''Étymologie:''' mot macédonien.
}}
{{grml
|mltxt=τὰ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «βοτρύδια, [[σταφυλίς]]. Μακεδόνες».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται με τη λ. <i>ῥάξ</i>, <i>ῥαγός</i> «[[ρώγα]]» και έχει πιθ. προέλθει από τ. <i>ῥάγματα</i>].
}}
}}

Revision as of 12:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥάματα Medium diacritics: ῥάματα Low diacritics: ράματα Capitals: ΡΑΜΑΤΑ
Transliteration A: rhámata Transliteration B: rhamata Transliteration C: ramata Beta Code: r(a/mata

English (LSJ)

βοτρύδια, σταφυλίς (Maced.), Hsch. ῥαμβάς· ὁ δήμιος, Id. (cf. ῥαιβίας).

Greek (Liddell-Scott)

ῥάματα: «βοτρύδια. σταφυλίς, Μακεδόνες» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

fruit = σταφυλίς.
Étymologie: mot macédonien.

Greek Monolingual

τὰ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «βοτρύδια, σταφυλίς. Μακεδόνες».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. ῥάξ, ῥαγός «ρώγα» και έχει πιθ. προέλθει από τ. ῥάγματα].