ῥικνώδης: Difference between revisions

From LSJ

τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears

Source
(6_7)
(36)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥικνώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ἔχων ῥικνότητα, [[ῥικνός]], Ἱππ. 1175Η· - πρβλ. [[ῥικνόομαι]] ΙΙ.
|lstext='''ῥικνώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ἔχων ῥικνότητα, [[ῥικνός]], Ἱππ. 1175Η· - πρβλ. [[ῥικνόομαι]] ΙΙ.
}}
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[ῥικνός]]<br />αυτός που παρουσιάζει [[ρικνότητα]], συρρικνωμένος, ζαρωμένος.
}}
}}

Revision as of 12:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥικνώδης Medium diacritics: ῥικνώδης Low diacritics: ρικνώδης Capitals: ΡΙΚΝΩΔΗΣ
Transliteration A: rhiknṓdēs Transliteration B: rhiknōdēs Transliteration C: riknodis Beta Code: r(iknw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A shrivelled-looking, of gooseflesh, Hp.Epid.6.3.14; of a person, γήραϊ ῥ. AP5.272 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 843] ες, krumm, schrumpflig von Art, Ansehen, Hippocr.; γήραϊ, Agath. 13 (V, 273); auch Dionysus, Hymn. (IX, 524, 18).

Greek (Liddell-Scott)

ῥικνώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἔχων ῥικνότητα, ῥικνός, Ἱππ. 1175Η· - πρβλ. ῥικνόομαι ΙΙ.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α ῥικνός
αυτός που παρουσιάζει ρικνότητα, συρρικνωμένος, ζαρωμένος.