ῥοδουντία: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
(6_9)
(36)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥοδουντία''': ἡ, [[ἔδεσμα]] παρεσκευασμένον [[μετὰ]] ῥόδων, Ἀθήν. 403D· πρβλ. ῥοδωνιὰ IV.
|lstext='''ῥοδουντία''': ἡ, [[ἔδεσμα]] παρεσκευασμένον [[μετὰ]] ῥόδων, Ἀθήν. 403D· πρβλ. ῥοδωνιὰ IV.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />[[έδεσμα]] με βασικό συστατικό τα ροδοπέταλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από έναν αμάρτυρο τ. επιθ. <i>ῥοδοῦς</i>, -<i>οῦντος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥοδόεις]], με [[συναίρεση]])].
}}
}}

Revision as of 12:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοδουντία Medium diacritics: ῥοδουντία Low diacritics: ροδουντία Capitals: ΡΟΔΟΥΝΤΙΑ
Transliteration A: rhodountía Transliteration B: rhodountia Transliteration C: rodountia Beta Code: r(odounti/a

English (LSJ)

ἡ,

   A dish flavoured with roses, Ath.9.403d; cf. ῥοδωνιά IV.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοδουντία: ἡ, ἔδεσμα παρεσκευασμένον μετὰ ῥόδων, Ἀθήν. 403D· πρβλ. ῥοδωνιὰ IV.

Greek Monolingual

ἡ, Α
έδεσμα με βασικό συστατικό τα ροδοπέταλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από έναν αμάρτυρο τ. επιθ. ῥοδοῦς, -οῦντος (< ῥοδόεις, με συναίρεση)].