σαόμβροτος: Difference between revisions
From LSJ
Καρπὸς γὰρ ἀρετῆς ἐστιν εὔτακτος βίος → Composita recte vita frux virtutis est → Ein wohlgeordnet Leben ist der Tugend Frucht
(6_18) |
(36) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σαόμβροτος''': -ον, ὁ σῴζων τοὺς βροτούς, Πρόκλ. Ὕμν. εἰς Ἀθην. 40. | |lstext='''σαόμβροτος''': -ον, ὁ σῴζων τοὺς βροτούς, Πρόκλ. Ὕμν. εἰς Ἀθην. 40. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που φυλάγει τους ανθρώπους ώστε να [[είναι]] σώοι και υγιείς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάος]] / <i>σῶς</i> «[[σώος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>μβροτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βροτός]] «[[θνητός]]» <span style="color: red;"><</span> <i>μρατός</i>, <b>βλ. λ.</b> [[βροτός]]), <b>πρβλ.</b> <i>θελξί</i>-<i>μβροτος</i>, <i>τερψί</i>-<i>μβροτος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A preserving mortals, Procl.H.7.40.
German (Pape)
[Seite 861] = σαοσίμβροτος, Procl. H. in Minerv. 40, richtigere Form als das Vorige.
Greek (Liddell-Scott)
σαόμβροτος: -ον, ὁ σῴζων τοὺς βροτούς, Πρόκλ. Ὕμν. εἰς Ἀθην. 40.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που φυλάγει τους ανθρώπους ώστε να είναι σώοι και υγιείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάος / σῶς «σώος» + -μβροτος (< βροτός «θνητός» < μρατός, βλ. λ. βροτός), πρβλ. θελξί-μβροτος, τερψί-μβροτος)].