Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σάρδα: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(Bailly1_4)
(36)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />nom de poissons divers, salés et mis en conserve (sardine, thon).<br />'''Étymologie:''' DELG sans doute de [[Σαρδώ]].
|btext=ης (ἡ) :<br />nom de poissons divers, salés et mis en conserve (sardine, thon).<br />'''Étymologie:''' DELG sans doute de [[Σαρδώ]].
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />[[είδος]] ψαριού, η [[σαρδέλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[ψάρι]] [[σάρδα]], όπως και τα [[σαρδῖνος]] και [[σαρδίνη]], πήραν την ονομ. τους από την Σαρδηνία (<b>πρβλ.</b> [[Σαρδώ]]), όπου [[κυρίως]] παστώνονταν αυτά τα είδη ψαριών].
}}
}}

Revision as of 12:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάρδα Medium diacritics: σάρδα Low diacritics: σάρδα Capitals: ΣΑΡΔΑ
Transliteration A: sárda Transliteration B: sarda Transliteration C: sarda Beta Code: sa/rda

English (LSJ)

ἡ,= σαρδίνη, Diph.Siph. ap. Ath.3.120f, Xenocr. ap. Orib.2.58.142, Gal.6.729,746.

German (Pape)

[Seite 862] ἡ, eine Thunfischart, die bei Sardinien gefangen ward, Ath. III, 120 f. Vgl. σαρδίνη.

Greek (Liddell-Scott)

σάρδα: ἡ, εἶδος θύννου ἀγρευομένου πλησίον τῆς Σαρδοῦς Δίφιλ. Σιφν. παρ’ Ἀθην. 120Ε.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
nom de poissons divers, salés et mis en conserve (sardine, thon).
Étymologie: DELG sans doute de Σαρδώ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
είδος ψαριού, η σαρδέλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ψάρι σάρδα, όπως και τα σαρδῖνος και σαρδίνη, πήραν την ονομ. τους από την Σαρδηνία (πρβλ. Σαρδώ), όπου κυρίως παστώνονταν αυτά τα είδη ψαριών].