σαπρόφιλος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατοςthere is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind

Source
(6_15)
(36)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''σαπρόφῐλος''': -ον, (σαπρὸς ΙΙΙ) ὁ ἀγαπῶν τοὺς ψευδεῖς καὶ πλημμελεῖς φθόγγους, τὰς κακοφωνίας, Ἀρχ. Μουσ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 325.
|lstext='''σαπρόφῐλος''': -ον, (σαπρὸς ΙΙΙ) ὁ ἀγαπῶν τοὺς ψευδεῖς καὶ πλημμελεῖς φθόγγους, τὰς κακοφωνίας, Ἀρχ. Μουσ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 325.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σαπρόφιλος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> [[χαρακτηρισμός]] οργανισμού που αναπτύσσεται σε οργανικές ουσίες οι οποίες βρίσκονται σε [[αποσύνθεση]] και από τις οποίες αντλεί τις θρεπτικές του ουσίες<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα σαπρόφιλα</i><br /><b>ζωολ.</b> οργανισμοί που ζουν και αναπτύσσονται σε οργανικές ουσίες οι οποίες βρίσκονται σε [[αποσύνθεση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που του αρέσουν οι ψευδείς και πλημμελείς φθόγγοι, οι κακοφωνίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σαπρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φιλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φίλος]]), <b>πρβλ.</b> <i>πονηρό</i>-<i>φιλος</i>, <i>χρηστό</i>-<i>φιλος</i>. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>saprophile</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:27, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 862] häßliche Gegenstände liebend, Augustin. de musica 6, 13.

Greek (Liddell-Scott)

σαπρόφῐλος: -ον, (σαπρὸς ΙΙΙ) ὁ ἀγαπῶν τοὺς ψευδεῖς καὶ πλημμελεῖς φθόγγους, τὰς κακοφωνίας, Ἀρχ. Μουσ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 325.

Greek Monolingual

-η, -ο / σαπρόφιλος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. βιολ. χαρακτηρισμός οργανισμού που αναπτύσσεται σε οργανικές ουσίες οι οποίες βρίσκονται σε αποσύνθεση και από τις οποίες αντλεί τις θρεπτικές του ουσίες
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σαπρόφιλα
ζωολ. οργανισμοί που ζουν και αναπτύσσονται σε οργανικές ουσίες οι οποίες βρίσκονται σε αποσύνθεση
μσν.-αρχ.
αυτός που του αρέσουν οι ψευδείς και πλημμελείς φθόγγοι, οι κακοφωνίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαπρός + -φιλος (< φίλος), πρβλ. πονηρό-φιλος, χρηστό-φιλος. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. saprophile].