σηπτός: Difference between revisions

From LSJ
(6_11)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σηπτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ [[σήπω]]· ἐπὶ τροφῆς, τὸ σ. περίττωμα τοῦ πεφθέντος ἐστὶν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 11, 15· πρβλ. [[σῆψις]] ΙΙ. ΙΙ. ἐνεργ. = [[σηπτικός]], Διοσκ. 2. 67, κτλ.
|lstext='''σηπτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ [[σήπω]]· ἐπὶ τροφῆς, τὸ σ. περίττωμα τοῦ πεφθέντος ἐστὶν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 11, 15· πρβλ. [[σῆψις]] ΙΙ. ΙΙ. ἐνεργ. = [[σηπτικός]], Διοσκ. 2. 67, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[σήπομαι]]<br /><b>1.</b> (για [[τροφή]]) αυτός που αλλοιώνεται με τη [[σήψη]], αυτός που τελικά σαπίζει («τὸ σηπτὸν [[περίττωμα]] τοῡ πεφθέντος ἐστίν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σηπτικός]] («σηπτὸν [[φάρμακον]]» — σηπτικόν [[φάρμακον]]).
}}
}}

Revision as of 12:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σηπτός Medium diacritics: σηπτός Low diacritics: σηπτός Capitals: ΣΗΠΤΟΣ
Transliteration A: sēptós Transliteration B: sēptos Transliteration C: siptos Beta Code: shpto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A converted into excrement, of food, τὸ σ. περίττωμα τοῦ πεφθέντος ἐστίν Arist.GA762a15; cf. σῆψις 11.    II Act., = shptiko/s, [[<duna/meis]]>, i.e. medicines, Dsc.2.62 (δ. expressed in 3.9); φάρμακον Meges ap.Orib.44.24.10.

German (Pape)

[Seite 875] adj. verb. von σήπω, 1) verfault. – 2) akt. = σηπτικός, Sp., s. σηπτή.

Greek (Liddell-Scott)

σηπτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ σήπω· ἐπὶ τροφῆς, τὸ σ. περίττωμα τοῦ πεφθέντος ἐστὶν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 11, 15· πρβλ. σῆψις ΙΙ. ΙΙ. ἐνεργ. = σηπτικός, Διοσκ. 2. 67, κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α σήπομαι
1. (για τροφή) αυτός που αλλοιώνεται με τη σήψη, αυτός που τελικά σαπίζει («τὸ σηπτὸν περίττωμα τοῡ πεφθέντος ἐστίν», Αριστοτ.)
2. σηπτικός («σηπτὸν φάρμακον» — σηπτικόν φάρμακον).