σιδηρεύς: Difference between revisions

From LSJ

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source
(Bailly1_4)
(37)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />forgeron.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]].
|btext=έως (ὁ) :<br />forgeron.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]].
}}
{{grml
|mltxt=-έως, ὁ, Α<br />αυτός που κατεργάζεται τον σίδηρο, [[σιδηρουργός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σίδηρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>χαλκ</i>-<i>εύς</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηρεύς Medium diacritics: σιδηρεύς Low diacritics: σιδηρεύς Capitals: ΣΙΔΗΡΕΥΣ
Transliteration A: sidēreús Transliteration B: sidēreus Transliteration C: sidireys Beta Code: sidhreu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A worker in iron, smith, X.Ages.1.26, Vect.4.6, Aret.SD1.11, Them.Or.20.236 d.

German (Pape)

[Seite 879] ὁ, Eisenarbeiter, Schmied; Xen. Ages. 1, 26 Vect. 4, 6; Poll. 1, 84.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηρεύς: έως, ὁ, ὁ ἐργαζόμενος τὸν σίδηρον, σιδηρουργός, Ξεν. Ἀγησ. 1, 26, Πόροι 4, 6.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
forgeron.
Étymologie: σίδηρος.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
αυτός που κατεργάζεται τον σίδηρο, σιδηρουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίδηρος + κατάλ. -εύς (πρβλ. χαλκ-εύς)].