σιδηρικός: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
(6_11)
(37)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῐδηρικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[σίδηρον]] ἢ εἰς τὴν ἐργασίαν τοῦ σιδήρου, Γλωσσ.
|lstext='''σῐδηρικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[σίδηρον]] ἢ εἰς τὴν ἐργασίαν τοῦ σιδήρου, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σιδηρικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[σίδηρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα σιδηρικά</i><br />τα σιδερικά<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «σιδηρικό οξύ»<br /><b>χημ.</b> οξυγονούχο οξύ του εξασθενούς σιδήρου, εξαιρετικά ασταθές, που δεν έχει απομονωθεί<br />β) «σιδηρικά [[άλατα]]»<br /><b>χημ.</b> [[άλατα]] του σιδηρικού οξέος που παράγονται με οξείδωση, υπό ειδικές συνθήκες, ενώσεων του τρισθενούς σιδήρου<br />γ) «σιδηρικό [[κάλιο]]»<br /><b>χημ.</b> κρυσταλλικό στερεό με την [[μορφή]] μαύρης σκόνης, που αποτελεί το σημαντικότερο από τα σιδηρικά [[άλατα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σίδηρο ή στην [[κατεργασία]] του.
}}
}}

Latest revision as of 12:28, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 879] zum Eisen u. dessen Bearbeitung gehörig (?).

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς σίδηρον ἢ εἰς τὴν ἐργασίαν τοῦ σιδήρου, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σιδηρικός, -ή, -όν, ΝΜΑ σίδηρος
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σιδηρικά
τα σιδερικά
2. φρ. α) «σιδηρικό οξύ»
χημ. οξυγονούχο οξύ του εξασθενούς σιδήρου, εξαιρετικά ασταθές, που δεν έχει απομονωθεί
β) «σιδηρικά άλατα»
χημ. άλατα του σιδηρικού οξέος που παράγονται με οξείδωση, υπό ειδικές συνθήκες, ενώσεων του τρισθενούς σιδήρου
γ) «σιδηρικό κάλιο»
χημ. κρυσταλλικό στερεό με την μορφή μαύρης σκόνης, που αποτελεί το σημαντικότερο από τα σιδηρικά άλατα
μσν.-αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σίδηρο ή στην κατεργασία του.