σιδηροκατάδικος: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver

Source
(6_17)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῐδηροκατάδῐκος''': -ον, ὁ εἰς [[σίδηρον]] καταδεδικασμένος, δηλ. εἰς ἀκρωτηριασμόν, Βασίλ.
|lstext='''σῐδηροκατάδῐκος''': -ον, ὁ εἰς [[σίδηρον]] καταδεδικασμένος, δηλ. εἰς ἀκρωτηριασμόν, Βασίλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />καταδικασμένος σε [[ποινή]] που εκτελείται με τον σίδηρο, [[δηλαδή]] σε ακρωτηριασμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κατάδικος]].
}}
}}

Revision as of 12:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηροκατάδῐκος Medium diacritics: σιδηροκατάδικος Low diacritics: σιδηροκατάδικος Capitals: ΣΙΔΗΡΟΚΑΤΑΔΙΚΟΣ
Transliteration A: sidērokatádikos Transliteration B: sidērokatadikos Transliteration C: sidirokatadikos Beta Code: sidhrokata/dikos

English (LSJ)

ον,

   A condemned to the iron, i.e. mutilated, Suid. s.v. σπάδων.

German (Pape)

[Seite 879] zum Schwerte verurtheilt, Sp., zw.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηροκατάδῐκος: -ον, ὁ εἰς σίδηρον καταδεδικασμένος, δηλ. εἰς ἀκρωτηριασμόν, Βασίλ.

Greek Monolingual

-ον, Α
καταδικασμένος σε ποινή που εκτελείται με τον σίδηρο, δηλαδή σε ακρωτηριασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -κατάδικος.