σίλι: Difference between revisions

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
(6_21)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σίλι''': τό, = κρότων ἢ [[κίκι]], [[ὅπερ]] καλεῖται παρ’ Ἡροδ. 2. 94 [[σιλλικύπριον]], τό, ἴδε Πλιν. Ν. Η. 20. 5· [[ὡσαύτως]] σέσελι.
|lstext='''σίλι''': τό, = κρότων ἢ [[κίκι]], [[ὅπερ]] καλεῖται παρ’ Ἡροδ. 2. 94 [[σιλλικύπριον]], τό, ἴδε Πλιν. Ν. Η. 20. 5· [[ὡσαύτως]] σέσελι.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>βλ.</b> [[σέσελι]].
}}
}}

Revision as of 12:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σίλι Medium diacritics: σίλι Low diacritics: σίλι Capitals: ΣΙΛΙ
Transliteration A: síli Transliteration B: sili Transliteration C: sili Beta Code: si/li

English (LSJ)

τό,= κροτών, Plin.HN15.25.    II = σέσελι, ib.20.36, Fest. s.v. silatum.

German (Pape)

[Seite 881] τό, = σιλλικύπριον, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

σίλι: τό, = κρότων ἢ κίκι, ὅπερ καλεῖται παρ’ Ἡροδ. 2. 94 σιλλικύπριον, τό, ἴδε Πλιν. Ν. Η. 20. 5· ὡσαύτως σέσελι.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βλ. σέσελι.