σιδηροτρύπανον: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(6_3)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῐδηροτρύπᾰνον''': [ῡ], τό, [[τρύπανον]] ἐκ σιδήρου, ἢ δι’ οὗ τρυπᾶται ὁ [[σίδηρος]], παρὰ Στεφ. Βυζ. ἴδε [[Λακεδαίμων]].
|lstext='''σῐδηροτρύπᾰνον''': [ῡ], τό, [[τρύπανον]] ἐκ σιδήρου, ἢ δι’ οὗ τρυπᾶται ὁ [[σίδηρος]], παρὰ Στεφ. Βυζ. ἴδε [[Λακεδαίμων]].
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />[[τρυπάνι]] κατασκευασμένο από σίδηρο ή [[τρυπάνι]] με το οποίο διατρυπάται ο [[σίδηρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τρύπανον]] (<b>πρβλ.</b> <i>κεφαλο</i>-[[τρύπανον]])].
}}
}}

Revision as of 12:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηροτρύπᾰνον Medium diacritics: σιδηροτρύπανον Low diacritics: σιδηροτρύπανον Capitals: ΣΙΔΗΡΟΤΡΥΠΑΝΟΝ
Transliteration A: sidērotrýpanon Transliteration B: sidērotrypanon Transliteration C: sidirotrypanon Beta Code: sidhrotru/panon

English (LSJ)

[ῡ], τό,

   A iron borer, Daimachus 4J.

German (Pape)

[Seite 880] τό, Eisenbohrer, Daimach. bei St. B. v. Λακεδαίμων.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηροτρύπᾰνον: [ῡ], τό, τρύπανον ἐκ σιδήρου, ἢ δι’ οὗ τρυπᾶται ὁ σίδηρος, παρὰ Στεφ. Βυζ. ἴδε Λακεδαίμων.

Greek Monolingual

τὸ, Α
τρυπάνι κατασκευασμένο από σίδηρο ή τρυπάνι με το οποίο διατρυπάται ο σίδηρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + τρύπανον (πρβλ. κεφαλο-τρύπανον)].