Σιδόνιος: Difference between revisions

From LSJ

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source
(Bailly1_4)
 
(37)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>c.</i> [[Σιδώνιος]] ; ἡ Σιδονίη <i>(ion.)</i> OD le territoire de Sidon.<br />'''Étymologie:''' [[Σιδών]].
|btext=α, ον :<br /><i>c.</i> [[Σιδώνιος]] ; ἡ Σιδονίη <i>(ion.)</i> OD le territoire de Sidon.<br />'''Étymologie:''' [[Σιδών]].
}}
{{grml
|mltxt=και μτγν. τ. Σιδώνιος, -ία, -ον, και ιων. τ. θηλ. Σιδονίη, και τ. θηλ. Σιδωνιάς, -[[άδος]], Α [[Σιδών]], -<i>ῶνος</i>]<br /><b>1.</b> ο [[κάτοικος]] της Σιδώνας ή αυτός που κατάγεται από τη [[Σιδώνα]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> <i>ἡ Σιδονία</i> και <i>Σιδονίη</i><br />(ενν. <i>γῆ</i>) η [[χώρα]] τών Σιδονίων, η [[Σιδώνα]].
}}
}}

Revision as of 12:28, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

α, ον :
c. Σιδώνιος ; ἡ Σιδονίη (ion.) OD le territoire de Sidon.
Étymologie: Σιδών.

Greek Monolingual

και μτγν. τ. Σιδώνιος, -ία, -ον, και ιων. τ. θηλ. Σιδονίη, και τ. θηλ. Σιδωνιάς, -άδος, Α Σιδών, -ῶνος]
1. ο κάτοικος της Σιδώνας ή αυτός που κατάγεται από τη Σιδώνα
2. το θηλ. ἡ Σιδονία και Σιδονίη
(ενν. γῆ) η χώρα τών Σιδονίων, η Σιδώνα.