σκεύασις: Difference between revisions
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
(6_8) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκεύᾰσις''': -εως, ἡ, = τῷ προηγ., ἀφμίβ., Ἄλεξ. ἐν «Κρατεύᾳ» 1. 24. | |lstext='''σκεύᾰσις''': -εως, ἡ, = τῷ προηγ., ἀφμίβ., Ἄλεξ. ἐν «Κρατεύᾳ» 1. 24. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-άσεως, ἡ, Α [[σκευάζω]]<br />[[σκευασία]] («μυῑαι θανατοῡσαι σαπριοῡσι σκεύασιν ἐλαίου ἡδύσματος», ΠΔ). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, = foreg., dub. in Alex.110.24, LXX Ec.10.1 (
A v.l. -ασίαν).
German (Pape)
[Seite 893] ἡ, = σκευασία, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
σκεύᾰσις: -εως, ἡ, = τῷ προηγ., ἀφμίβ., Ἄλεξ. ἐν «Κρατεύᾳ» 1. 24.
Greek Monolingual
-άσεως, ἡ, Α σκευάζω
σκευασία («μυῑαι θανατοῡσαι σαπριοῡσι σκεύασιν ἐλαίου ἡδύσματος», ΠΔ).