σκηνοποιία: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
(6_11)
(37)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκηνοποιία''': ἡ, τὸ ποιεῖν σκηνάς, στήνειν σκηνάς, Πολύβ. 8. 28, 3· μεταφορ., σκ. τῆς τύχης, ἡ συχνὴ μεταβολὴ τῆς τύχης, ὡς εἰ αὕτη ἦτο νομαδικῆς τινος φυλῆς, Ἡλιοδ. 10. 16. ΙΙ. θεατρικὴ [[ἐπίδειξις]], Ἰουλιαν. 216D.
|lstext='''σκηνοποιία''': ἡ, τὸ ποιεῖν σκηνάς, στήνειν σκηνάς, Πολύβ. 8. 28, 3· μεταφορ., σκ. τῆς τύχης, ἡ συχνὴ μεταβολὴ τῆς τύχης, ὡς εἰ αὕτη ἦτο νομαδικῆς τινος φυλῆς, Ἡλιοδ. 10. 16. ΙΙ. θεατρικὴ [[ἐπίδειξις]], Ἰουλιαν. 216D.
}}
{{grml
|mltxt=η, [[σκηνοποιΐα]], ΝΑ [[σκηνοποιός]]<br />[[κατασκήνωση]] («ἡ τὲ τῶν ἱππέων καὶ τῶν πεζῶν [[σκηνοποιΐα]] [[παραπλήσιος]]», Αιν. Τακτ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ίδρυση]] σκηνής, [[δημιουργία]] θεάτρου<br /><b>2.</b> [[κτίσιμο]] φωλιάς<br /><b>3.</b> θεατρική [[παράσταση]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «σκηνοποιΐα της τύχης»<br /><b>μτφ.</b> η συχνή [[μεταβολή]] της τύχης.
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκηνοποιία Medium diacritics: σκηνοποιία Low diacritics: σκηνοποιία Capitals: ΣΚΗΝΟΠΟΙΙΑ
Transliteration A: skēnopoiía Transliteration B: skēnopoiia Transliteration C: skinopoiia Beta Code: skhnopoii/a

English (LSJ)

ἡ,

   A tent-making: pitching of tents, Aen.Tact.8.3, Rev.Arch.3(1934).40 (Amphipolis, iii/ii B.C.), Plb.6.28.3; building of a theatre, D.C.67.2; nest-building, of swallows, Antig.Mir.37: metaph., σ. τῆς τύχης theatrical, dramatic stroke of fortune, Hld.10.16.    II theatrical display, Jul.Or.7.216d.

Greek (Liddell-Scott)

σκηνοποιία: ἡ, τὸ ποιεῖν σκηνάς, στήνειν σκηνάς, Πολύβ. 8. 28, 3· μεταφορ., σκ. τῆς τύχης, ἡ συχνὴ μεταβολὴ τῆς τύχης, ὡς εἰ αὕτη ἦτο νομαδικῆς τινος φυλῆς, Ἡλιοδ. 10. 16. ΙΙ. θεατρικὴ ἐπίδειξις, Ἰουλιαν. 216D.

Greek Monolingual

η, σκηνοποιΐα, ΝΑ σκηνοποιός
κατασκήνωση («ἡ τὲ τῶν ἱππέων καὶ τῶν πεζῶν σκηνοποιΐα παραπλήσιος», Αιν. Τακτ.)
αρχ.
1. ίδρυση σκηνής, δημιουργία θεάτρου
2. κτίσιμο φωλιάς
3. θεατρική παράσταση
4. φρ. «σκηνοποιΐα της τύχης»
μτφ. η συχνή μεταβολή της τύχης.