κατασκήνωση
From LSJ
νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
Greek Monolingual
η (AM κατασκήνωσις [[[κατασκηνώ]] (III)]
1. το να έχει κάποιος κατασκηνώσει κάπου, η εγκατάσταση σε σκηνή
2. τόπος όπου τοποθετούνται σκηνές
νεοελλ.
φρ. «παιδικές κατασκηνώσεις» και «μαθητικές κατασκηνώσεις» — εγκαταστάσεις σε εξοχικό χώρο, όπου διαμένουν για ένα διάστημα κατά τους θερινούς μήνες παιδιά προσχολικής ή σχολικής ηλικίας, καθώς και ο αντίστοιχος θεσμός
μσν.-αρχ.
κατάλυμα
αρχ.
(για πτηνά) φωλιά.