σκιόφως: Difference between revisions

From LSJ

Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die

Sophocles, Antigone, 220
(6_23)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκιόφως''': -ωτος, τό, τὸ [[μετὰ]] τὴν δύσιν ὀλίγον φῶς, ὡς τὸ [[λυκόφως]], Ἡλιόδ. 5. 27, Ἐκκλ.
|lstext='''σκιόφως''': -ωτος, τό, τὸ [[μετὰ]] τὴν δύσιν ὀλίγον φῶς, ὡς τὸ [[λυκόφως]], Ἡλιόδ. 5. 27, Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ωτος, το, ΝΑ<br />[[λυκόφως]] («τὸ [[μεταίχμιο]] ἡμέρας καὶ νυκτὸς [[σκιόφως]] ἀπετέλεσεν», Ηλιόδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ημίφως]]<br /><b>2.</b> αμυδρό φως το οποίο παράγεται από ακτίνες που διέρχονται [[μέσα]] από αδιαφανή σώματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκιά]] <span style="color: red;">+</span> <i>φως</i>].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐόφως Medium diacritics: σκιόφως Low diacritics: σκιόφως Capitals: ΣΚΙΟΦΩΣ
Transliteration A: skióphōs Transliteration B: skiophōs Transliteration C: skiofos Beta Code: skio/fws

English (LSJ)

ωτος, τό,

   A twilight, formed like λυκόφως, Hld.5.27.

German (Pape)

[Seite 899] ωτος, τό, Dämmerlicht, bes. Abenddämmerung, Heliod. 5, 27 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σκιόφως: -ωτος, τό, τὸ μετὰ τὴν δύσιν ὀλίγον φῶς, ὡς τὸ λυκόφως, Ἡλιόδ. 5. 27, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-ωτος, το, ΝΑ
λυκόφως («τὸ μεταίχμιο ἡμέρας καὶ νυκτὸς σκιόφως ἀπετέλεσεν», Ηλιόδ.)
νεοελλ.
1. ημίφως
2. αμυδρό φως το οποίο παράγεται από ακτίνες που διέρχονται μέσα από αδιαφανή σώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + φως].