σκληρόγεως: Difference between revisions

From LSJ

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source
(6_22)
(37)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκληρόγεως''': -ων, ὁ ἔχων σκληρὰν γῆν, σκληρὸν [[ἔδαφος]], [[χῶμα]]· ἡ σκληρ. (ἐξυπακ. γῆ) Φίλων 2. 619.
|lstext='''σκληρόγεως''': -ων, ὁ ἔχων σκληρὰν γῆν, σκληρὸν [[ἔδαφος]], [[χῶμα]]· ἡ σκληρ. (ἐξυπακ. γῆ) Φίλων 2. 619.
}}
{{grml
|mltxt=-ων, Α<br />αυτός που έχει σκληρό, στερεό [[έδαφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκληρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γεω</i> (<b>βλ.</b> <i>λ</i>. <i>γῆ</i>), <b>πρβλ.</b> [[λεπτό]]-<i>γεως</i>].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 900] von, mit hartem, festem Boden, von, mit harter Erde, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σκληρόγεως: -ων, ὁ ἔχων σκληρὰν γῆν, σκληρὸν ἔδαφος, χῶμα· ἡ σκληρ. (ἐξυπακ. γῆ) Φίλων 2. 619.

Greek Monolingual

-ων, Α
αυτός που έχει σκληρό, στερεό έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -γεω (βλ. λ. γῆ), πρβλ. λεπτό-γεως].