σκάφαλος: Difference between revisions

From LSJ
Menander, Sententiae, 456
(6_14)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκάφαλος''': ὁ, (σκᾰφή) [[καδίσκος]] πρὸς ἄντλησιν ὕδατος, «κουβᾶς», «[[ἀντλητήρ]]» Ἡσύχ.
|lstext='''σκάφαλος''': ὁ, (σκᾰφή) [[καδίσκος]] πρὸς ἄντλησιν ὕδατος, «κουβᾶς», «[[ἀντλητήρ]]» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἀντλητήρ]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκαφ</i>- του [[σκάπτω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αλος</i>, [[κατά]] το <i>πάσσ</i>-<i>αλος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκάφαλος Medium diacritics: σκάφαλος Low diacritics: σκάφαλος Capitals: ΣΚΑΦΑΛΟΣ
Transliteration A: skáphalos Transliteration B: skaphalos Transliteration C: skafalos Beta Code: ska/falos

English (LSJ)

ἀντλητήρ, Hsch.

German (Pape)

[Seite 890] erkl. Hesych. durch ἀντλητήρ.

Greek (Liddell-Scott)

σκάφαλος: ὁ, (σκᾰφή) καδίσκος πρὸς ἄντλησιν ὕδατος, «κουβᾶς», «ἀντλητήρ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀντλητήρ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ- του σκάπτω + κατάλ. -αλος, κατά το πάσσ-αλος].