σκολόπιον: Difference between revisions

From LSJ

ἀναγκαιότεραι μὲν οὖν πᾶσαι ταύτης, ἀμείνων δ᾽ οὐδεμίαaccordingly, although all other sciences are more necessary than this, none is more excellent (Aristotle, Metaphysics A 983a10)

Source
(6_22)
(37)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκολόπιον''': τό, ὑποκοριστ. τοῦ [[σκόλοψ]] Ι. 3, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασ. 184 Mai.
|lstext='''σκολόπιον''': τό, ὑποκοριστ. τοῦ [[σκόλοψ]] Ι. 3, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασ. 184 Mai.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[σκόλοψ]], -<i>οπος</i>]<br /><b>υποκορ.</b> χειρουργικό [[εργαλείο]] μικρού μεγέθους, [[μικρός]] [[καθετήρας]].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκολόπιον Medium diacritics: σκολόπιον Low diacritics: σκολόπιον Capitals: ΣΚΟΛΟΠΙΟΝ
Transliteration A: skolópion Transliteration B: skolopion Transliteration C: skolopion Beta Code: skolo/pion

English (LSJ)

τό, Dim. of

   A σκόλοψ 1.3, Antyll. ap. Orib.50.5.4.

Greek (Liddell-Scott)

σκολόπιον: τό, ὑποκοριστ. τοῦ σκόλοψ Ι. 3, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασ. 184 Mai.

Greek Monolingual

τὸ, Α σκόλοψ, -οπος]
υποκορ. χειρουργικό εργαλείο μικρού μεγέθους, μικρός καθετήρας.