σκύδμαινος: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(6_16) |
(37) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκύδμαινος''': -ον, = [[σκυθρωπός]], ἀμφίβολ. παρ’ Ἡσυχ.· ἴδε Λοβεκ. Τεχν. 279. | |lstext='''σκύδμαινος''': -ον, = [[σκυθρωπός]], ἀμφίβολ. παρ’ Ἡσυχ.· ἴδε Λοβεκ. Τεχν. 279. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[σκυθρωπός]]»<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητικός [[σχηματισμός]] από το ρ. [[σκυδμαίνω]] «οργίζομαι»]. | |||
}} | }} |