σκυλαδέψης: Difference between revisions
From LSJ
(6_9) |
(37) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκυλαδέψης''': ἢ -ος, ὁ, = [[σκυλοδέψης]], Εὐστ. 450. 6. | |lstext='''σκυλαδέψης''': ἢ -ος, ὁ, = [[σκυλοδέψης]], Εὐστ. 450. 6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Μ<br />αυτός που κατεργάζεται δέρματα, [[βυρσοδέψης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. τ. του [[σκυλοδέψης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, or σκύθρωπ-ος, ὁ,= σκυλοδέψης, Eust.450.6.
Greek (Liddell-Scott)
σκυλαδέψης: ἢ -ος, ὁ, = σκυλοδέψης, Εὐστ. 450. 6.
Greek Monolingual
ὁ, Μ
αυτός που κατεργάζεται δέρματα, βυρσοδέψης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του σκυλοδέψης.