σμηκτρίδα: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(37)
(No difference)

Revision as of 12:30, 29 September 2017

Greek Monolingual

η / σμηκτρίς, -ίδος, ἡ, ΝΑ
(ενν. γη) νεοελλ. άλλη ονομασία του σμηκτίτη
2. είδος χώματος ή πηλού που χρησίμευε για καθαρισμό ενδυμάτων, σαπουνόχωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμήχω + επίθημα -τρίς (πρβλ. ψηκ-τρίς)].