σόβητρον: Difference between revisions
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
(Bailly1_4) |
(38) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />chasse-mouches.<br />'''Étymologie:''' [[σοβέω]]. | |btext=ου (τό) :<br />chasse-mouches.<br />'''Étymologie:''' [[σοβέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α<br />[[οτιδήποτε]] χρησιμοποιείται για να διώχνει [[μακριά]], [[ιδίως]] [[αντικείμενο]] με το οποίο διώχνονται οι μύγες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σοβῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>φόβ</i>-<i>η</i>-<i>τρον</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A fly-flap, οὐρά, σ. τῶν ἐπιποτωμένων v.l. for σόβησις in Ph.2.428.
German (Pape)
[Seite 912] τό, Mittel zum Verscheuchen, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
σόβητρον: τό, ῥιπίδιον δι’ οὗ ἀποδιώκουσι τὰς μυίας, «ξεμυιγιαστῆρι», οὐρά, σ. τῶν ἐπιποτωμένων Φίλων 2. 428.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
chasse-mouches.
Étymologie: σοβέω.
Greek Monolingual
τὸ, Α
οτιδήποτε χρησιμοποιείται για να διώχνει μακριά, ιδίως αντικείμενο με το οποίο διώχνονται οι μύγες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σοβῶ + επίθημα -τρον (πρβλ. φόβ-η-τρον)].