σουσαμένιος: Difference between revisions
From LSJ
πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
(38) |
(No difference)
|
-α, -ο, Ν
1. σουσαμάτος
2. παρασκευασμένος με σουσάμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σουσάμι + κατάλ. -ένιος (πρβλ. κριθαρ-ένιος)].